- ψάλλομαι
- ψάλλομαι, (ψάλθηκα), ψαλμένος βλ. πίν. 234
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
άδω — (Α ᾄδω, ιωνικός και ποιητικός τύπος ἀείδω) τραγουδώ, ψάλλω, υμνώ μσν. 1. λέω 2. (για τον άνεμο) ηχώ, σφυρίζω αρχ. 1. (για ζώα) βγάζω τον χαρακτηριστικό ήχο ή κραυγή 2. (για ήχους) ηχώ, κτυπώ 3. συναγωνίζομαι με κάποιον στο τραγούδι 4. τραγουδώ σε … Dictionary of Greek
ψέλνομαι — ψέλνομαι, (ψάλθηκα), ψαλμένος βλ. πίν. 209 Σημειώσεις: ψέλνω, ψέλνομαι : εκτός από την έννοια του ψάλλω, έχει και την έννοια λέω κάτι σε κάποιον με συνεχή και μονότονο τρόπο. Η παθητική φωνή ψέλνομαι χρησιμοποιείται σπάνια σε σχέση με το ψάλλομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψέλνω — ψέλνω, έψαλα βλ. πίν. 235 Σημειώσεις: ψέλνω, ψέλνομαι : εκτός από την έννοια του ψάλλω, έχει και την έννοια λέω κάτι σε κάποιον με συνεχή και μονότονο τρόπο. Η παθητική φωνή ψέλνομαι χρησιμοποιείται σπάνια σε σχέση με το ψάλλομαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής